- σήπιο
- το / σήπιον, ΝΑ, και σηπίον και σήπειον Α [σηπία]το ραχιαίο κέλυφος που υπάρχει στο εσωτερικό τού σώματος τής σουπιάς, κν. κόκαλο τής σουπιάςνεοελλ.ο σηπιόλιθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… … Dictionary of Greek
σηπιόλιθος — ο, Ν γεωλ. ινώδες ένυδρο πυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου, με λευκό, γκρίζο ή υπόλευκο χρώμα, που μοιάζει με το κόκαλο τής σουπιάς, από όπου πήρε και την ονομασία του, αλλ. σήπιο(ν) ή αφρός τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ, πρβλ. αγγλ. sepiolite… … Dictionary of Greek
σουπιά — (sepia). Κοινό όνομα δεκάποδων κεφαλόποδων μαλάκιων, της τάξης των δεκάποδων της υφομοταξίας των διβραγχιωτών, του οποίου το επιστημονικό όνομα είναι σηπία. Ένα από τα κοινότερα είδη σ. είναι η σ. η φαρμακευτική (sepia qfficinalis), την οποία θ’… … Dictionary of Greek
σουπιοκόκαλο — το, Ν το κόκαλο τής σουπιάς, το σηπίο … Dictionary of Greek